- διενεργούμαι
- διενεργούμαι, διενεργήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
ενεργούμαι — ενεργούμαι, ενεργήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: ενεργούμαι : στην παθητική φωνή το ρ. σημαίνει έχω κένωση του εντέρου, ενώ ως παθητικό του ενεργώ απαντάται το διενεργούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής